- κατέλιπες
- καταλιμπάνωleave behindaor ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Успение Богородицы — Икона Феофана Грека Тип христианский, в … Википедия
σκοτασμός — ο, ΝΜΑ [σκοτάζω] 1. το να είναι ή να γίνεται κάτι σκοτεινό 2. μείωση, ελάττωση τής όρασης («σκοτασμὸς ὀφθαλμῶν», Διοσκ.) νεοελλ. μσν. 1. ζάλη που προκαλεί η πείνα ή η σωματική εξάντληση, σκοτοδίνη («τὸν σκοτασμόν μου... τὸν ἔχω τότε, βασιλεῡ,… … Dictionary of Greek